κατεσχισμένα

κατεσχισμένα
κατασχίζω
cleave asunder
perf part mp neut nom/voc/acc pl
κατεσχισμένᾱ , κατασχίζω
cleave asunder
perf part mp fem nom/voc/acc dual
κατεσχισμένᾱ , κατασχίζω
cleave asunder
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουτρικουλαρία — Γένος φυτών της οικογένειας των λεντιβουλαριιδών (δικοτυλήδονα), του οποίου πιο αξιόλογο είδος είναι η ο. η κοινή, υδροχαρές φυτό που αναπτύσσεται στα έλη, στα χαντάκια και στους ορυζώνες. Στην Ελλάδα απαντά σε στάσιμα νερά από τη Θεσσαλία και… …   Dictionary of Greek

  • εσχολτζία — (escholtzia). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των παπαβεριδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη της Νότιας Αμερικής. Είναι καλλωπιστικά φυτά και στην Ελλάδα είναι γνωστά με την ονομασία κιτρινοπαπαρούνα. Πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”